- κλείδα
- η (AM κλείς, -δός, Α ιων. τ. κληΐς, -ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, -ΐδος και -ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, -ῇδος)1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ' άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.)2. το μεταξύ τού άκρου τού στέρνου και τού ακρωμίου τής ωμοπλάτης σιγμοειδές οστό, κν. κλειδοκόκαλο («ἐπὶ πωλίον... ἀναβὰς ἔπεσον καὶ τὴν κλεῖν συνετρίβην», Ανδοκ.)3. μτφ. το βασικό μέσο για τη λύση ή ερμηνεία ενός δυσνόητου προβλήματος ή αινιγματικού συγγράμματος ή συστήματος συνθηματικών συμβόλων, άγνωστης γραφής κ.λπ. («ανεκάλυψαν την κλείδα τής Γραμμικής γραφής Β'»)4. αρχιτ. μεσαίος σφηνόλιθος ή θολόλιθος επίπεδης ή καμπύλης αψίδας ή θόλου, αλλ. ακροσφήνιονεοελλ.τηλεπ. μικρός διακόπτης ασθενών ρευμάτων, ο οποίος φέρει ως στοιχεία ζεύξης μεταλλικά ελάσματα που διακόπτουν ή αποκαθιστούν τη λειτουργία διαφόρων τηλεπικοινωνιακών κυκλωμάτων με τη βοήθεια κομβίου ή μικρού μοχλούαρχ.1. μοχλός με τον οποίο έκλειναν από μέσα τη θύρα, σύρτης, αμπάρα («ἐς θάλαμον εἰσῆλθε παρά κληῖδος ἱμάντα», Ομ. Οδ.)2. μτφ. καθετί που θέτει φραγμό, ασφαλίζει και προστατεύει (α. «ἔστι κἀμοὶ κλῂς ἐπὶγλώσσῃ» — έχω φραγμό στη γλώσσα, σιωπώ, Αισχύλ.β. «ἀνοίξαντα κλῇδα φρενῶν», Ευρ.γ. «ᾔρατε τήν κλεῖδα τῆς γνώσεως», ΚΔ)3. στρογγυλό άγκιστρο ή γλωσσίδα τής πόρπης4. η σάρκα τού ψαριού θύννος γύρω από το ομώνυμο οστό («τὰ δὲ ὑπογάστρια αὐτοῦ και ἡ κλεὶς εὔστομα και ἁπαλά», Αθήν.)5. η θέση, το κάθισμα τών κωπηλατών σε πλοίο ή, κατ' άλλους, ο σκαρμός τών κουπιών («πεντήκοντ' ἔσαν ἄνδρες ἐπὶ κληῗσιν», Ομ. Ιλ.)6. μτφ. στενή διάβαση ή καίρια θέση που, εάν τήν κατέχει κάποιος, μπορεί να εμποδίσει το πέρασμα άλλων («μῆκος δὲ ἀπὸ τῶν κλειδῶν ἐπὶ τὸν Ἀκάμαντα πεζῇ σταδίων χιλίων», Στράβ.)7. (στη μετρική) ρυθμός, ευφωνία8. στον πληθ. αἱ κλεῑδεςιερά στεφάνια9. (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες «κλεῖδαὑποδήματος εἴδος».[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *klāu- με ονοματική σημ. «άγκιστρο, διχαλωτό κλαδί» και ρηματική σημ. «αγκιστρώνω, κλείνω». Στην Ελληνική, η ρίζα εμφανίζει δύο παρεκτεταμένα θ. σε -ι-, κλᾱF-ι-δ- και κλᾱF-ι-κ (πρβλ. κνημ-ι-δ- τού κνήμη, χειρ-ι-δ- τού χείρ). Από το θ. κλᾱF-ι-δ προέκυψε το κλῃίς (< κλᾱ[F]-ι-δ-ς), αρχαιότερος τ., ενώ το κλείς είναι νεώτερο και σχηματίστηκε βάσει τού νόμου τού Osthoff (βράχυνση μακρού φωνήεντος προ ημιφώνου και συμφώνου). Από το θ. κλᾶF-ι-κ- προέκυψε ο τ. κλᾴξ (< κλᾱ[F]-ι-κ-ς). Η αιτ. εν. τής αττ. διαλέκτου κλεῑν ερμηνεύεται ως αναλογικός τ. προς τύπους όπως το ναῦν. Το παρεκτεταμένο θ. σε -ι- έδωσε πιθ. και το μετονοματικό ρ. κληίω (αργότερα κλείω). Κατ' άλλη άποψη, το κληίω είναι υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. ἐκλήισ(σ)α τού μετονοματικού κλῄζω (ΙΙ) «κλείνω», που ανάγεται στο παρεκτεταμένο θ. κλᾱF-ι-δ- (κλήζω [ΙΙ] < *κλᾱ[F]-ι-δ-yω). Έτσι, όμως, το κλήζω (ΙΙ) θεωρείται αρχαίος τ., ενώ στα κείμενα απαντά σε συγγραφείς πολύ μεταγενέστερους από εκείνους που χρησιμοποιούν τα κληίω / κλείω. Επακριβής αντιστοιχία στη μορφή τής ρίζας υπάρχει με τον λατ. τ. clavos «καρφί, σύρτης», ενώ το clavis «σύρτης, κλειδί» δεν αποκλείεται να αποτελεί δάνειο τής Λατινικής από την Ελληνική. Παρομοίως, το αρχ. ιρλδ. clō «καρφί» με πληθ. clōi δεν αποκλείεται να αποτελεί δάνειο τής Κελτικής από τη Λατινική. Με τη λ. συνδέονται και ορισμένοι σλαβικοί τ., όπως το αρχ. σλαβ. ključi «κλειδί» ή το σερβικό kljuka «κλειδί, άγκιστρο», τών οποίων όμως ο φωνηεντισμός συνεπάγεται μια δεύτερη μορφή *kleu- τής ΙΕ ρίζας. Τέλος, οι τ. τής Γερμανικής, όπως το αρχ. άνω γερμανικό sliozan «κλείνω» και τα σύγχρονα schliessen «κλείνω», Schlussel «κλειδί» οδήγησαν στην υπόθεση μιας ΙΕ ρίζας *(s)kl- με «κινητό» αρκτικό *s-.ΠΑΡ. κλειδάς, κλειδί(ον), κλειδώ, κλείωνεοελλ.κλειδικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κλεδοποιός, κλειδούχος, κλειδοφύλαξαρχ.κλειδαγωγία, κλειδάρχης, κλειδουχικός, κλειδουχώ, κλειδοφορία, κλειδοφόρος, κλειδοφορώ, κλειδοφυλάκιον, κλειδοφυλακώνεοελλ.κλειδάριθμος, κλειδοκέρας, κλειδοκόκαλο, κλειδοκυμβαλιστής, κλειδοκύμβαλο, κλειδοποιία, κλειδοσάλπιγγα, κλειδόχορδο. (Β' συνθετικό) κατακλείδα(-είς)].
Dictionary of Greek. 2013.